-
1 ρακέτα
[ракета] ουσ. Θ. ракета,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρακέτα
-
2 ракетка
-
3 теннисный
теннисный: \теннисный корт το γήπεδο τένις; \теннисныйая ракетка η ρακέτα του τένις* * *те́ннисный корт — το γήπεδο τένις
те́ннисная раке́тка — η ρακέτα του τένις
-
4 ракета
[ρακιέτα] οοσ. θ. (опор) ρακέτα -
5 ракета
[ρακιέτα] ουσ θ (опор) ρακέτα -
6 ракетка
-и θ.σφαιρόπληκτρο, ρακέτα.
См. также в других словарях:
ρακέτα — η, Ν (άθλ.) 1. όργανο αποτελούμενο από δικτυωτό πλέγμα, τεντωμένο μέσα σε ένα ωοειδές ξύλινο ή μεταλλικό πλαίσιο με λαβή, το οποίο χρησιμοποιείται στο άθλημα τής αντισφαίρισης 2. πλατύσχημο ωοειδές όργανο μικρού μεγέθους, όμοιο με το παραπάνω,… … Dictionary of Greek
ρακέτα — η (λ. ιταλ.), όργανο με το οποίο χτυπιέται η μπάλα στα σπορ τένις, πιγκ πογκ κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφαιρόπληκτρο — το, Ν (λόγιος τ.) η ρακέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαίρα + πλήκτρο (< πλήττω «χτυπώ»), απόδοση στην ελλ. τού ιταλ. racchetta (βλ. λ. ρακέτα)] … Dictionary of Greek
τένις — Αθλοπαιδία, στην οποία οι αθλητές χτυπούν, με τη βοήθεια ρακέτας, μια μπάλα. Παίζεται σε ειδικό γήπεδο, το λεγόμενο κορτ. Πρόδρομος του τ. ήταν μια αθλοπαιδία, με μπάλα επίσης, που την έριχναν επάνω από ένα δίχτυ με την παλάμη. Η αθλοπαιδία αυτή… … Dictionary of Greek